- ὀφιογενεῖς
- ὀφιογενήςserpent-genderedmasc/fem acc plὀφιογενήςserpent-genderedmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφιογενής — ὀφιογενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῑς ονομασία μερικών ασιατικών φυλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, ιος + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek